Θ. Μαλκίδης
Ο εκ Τραπεζούντας συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς για τον εκτελεσθέντα από τους Ναζί Ναπολέων Σουκατζίδη
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γεννήθηκε στην Προύσα το 1909 από γονείς Ποντιακής καταγωγής . Μετά τη Γενοκτονία εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Αρκαλοχωρίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Εκεί τελείωσε την Μέση Εμπορική Σχολή και εργαζόταν ως λογιστής, ενώ γνώριζε καλά την αγγλική, ρωσική, γερμανική, γαλλική και τουρκική γλώσσα και είχε και συγγραφικό έργο. Μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, συνελήφθη και εξορίστηκε στον Άγιο Ευστράτιο. Από εκεί μεταφέρθηκε τον Απρίλιο του 1937 στις φυλακές της Ακροναυπλίας, όπου παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1941, όταν παραδόθηκε από το καθεστώς μαζί με εκατοντάδες άλλους πολιτικούς κρατούμενους στους Γερμανούς κατακτητές. Κατά την διάρκεια της Κατοχής ήταν κρατούμενος στις φυλακές των Τρικάλων, της Λάρισας και τον Σεπτέμβριο του 1943 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου.
Εκεί οι Γερμανοί τον χρησιμοποίησαν ως διερμηνέα και το όνομά του ήταν μεταξύ των 200 που επρόκειτο να εκτελεστούν στην Αθήνα, αφού υπήρξαν και εκτελέσεις στην περιοχή των Μολάων Λακωνίας, για την επίθεση του ΕΛΑΣ κατά του διοικητή της 41ης Γερμανικής Μεραρχίας Οχυρών Υποστράτηγου Φραντς Κρεχ . Ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ, όταν ο Σουκατζίδης διάβασε και το δικό του όνομα στην λίστα των μελλοθάνατων του είπε να παραμείνει στην θέση του.
Τότε ο Σουκατζίδης τον ρώτησε αν θα εκτελούσαν κάποιον άλλο αντί για τον ίδιο, και όταν ο Φίσερ απάντησε ότι έχει εντολή να εκτελέσει 200 από τους κρατουμένους, ο Σουκατζίδης αρνήθηκε να εκτελεστεί κάποιος άλλος στην δική του θέση και ο ίδιος να σωθεί και έτσι εκτελέστηκε με τους υπόλοιπους 199 κρατούμενους του Χαϊδαρίου την Πρωτομαγιά του 1944.
Στο τελευταίο γράμμα προς τον πατέρα του ο Σουκατζίδης έγραψε:
«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ν' αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα* σου και την αδελφούλα μου, κι οι δυο τους μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη. (*Εννοώντας την αρραβωνιαστικιά του Χαρά, αδελφή της Μαρίας Λιουδάκη).
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης είναι το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Το τελευταίο σημείωμα», όπου την βραδιά πριν την εκτέλεση κυριαρχούν η ποντιακή και η κρητική μουσική και χορός, ενώ αναφορά στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη (αναφέρεται ως Τσουκατζίδης) γίνεται και στο έργο του επίσης Πόντιου συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά «Αντίσταση», ως εξής:
Πρωί - πρωί. Έν'
αυτοκίνητο γεμάτο σκίζει τους δρόμους της Αθήνας. Μισόγυμνοι είναι οι άνθρωποι.
Με πρόσωπα χλομά κοιτάνε απ' το παράθυρο, ζητώντας να χαρούν για ύστερη φορά
τους δρόμους, τους ανθρώπους, τα κτήρια, τα τραμ, όλη αυτή την κίνηση μιας
πόλης που λέγεται ζωή και φεύγει μπρος στα μάτια τους με γρηγοράδα. Κι οι
πρωινοί διαβάτες βλέπουν. Μέσα οι Γερμανοί, με τα όπλα τους στα χέρια, γύρω -
τριγύρω σε τούτα τα κορμιά που πάνε για σφαγή. Σαν πρόβατα. Τα μάτια
απελπισμένα. Κι αν πρόφτασες να δεις, δεν θα ξεχάσεις ποτέ το παράπονο του
ανθρώπου που του στερούνε τη ζωή, ενώ ακόμα μέσα του σφριγάνε οι χυμοί της και
καίει ο πόθος να χαρεί τον ήλιο που ξεπροβάλλει φέρνοντας σ' όλα τα άλλα
πλάσματα της γης το φως και την ελπίδα. Άλλοτε έτσι. Άλλοτε βλέπεις άλλα. Απ'
τα παράθυρα του μαύρου φορτηγού κοιτάνε μάτια όλο πείσμα και απόφαση. Ξέρουν
πως θα πεθάνουνε κι αυτοί, όμως κρατάνε την ύστερη αγωνία σφιχτά μέσα στα
δόντια τους και βρίσκουν το κουράγιο να φωνάξουν: Έχετε γεια! Ένα χέρι ανεμίζει
στον αέρα και χάνεται. Κλαις. Βλέπεις πως πάνε θαρρετά στον θάνατο αυτοί, γιατί
πιστεύουνε βαθιά πως το ζεστό τους αίμα είναι ανάγκη να ποτίσει κάποιαν Ιδέα
που τη λένε Λευτεριά κι έγραψαν οι νόμοι της ζωής να θρέφεται με αίμα για να
ρίξει τους ανθούς. Δουλεύει στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Ποτάμι τρέχει το αίμα,
ποτάμι τρέχουν τα δάκρυα στην Αθήνα. Απ' όπου περνάτε, είπε ο Χίτλερ στους
πιστούς του, θ' αφήνετε πίσω σας μόνο μάτια να κλαίνε. Κι οι Γερμανοί που
λατρεύουν τον θεό τους, κατά γράμμα κρατάν τις εντολές του. . .
(ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
«Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς»
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα «ναι» να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει (…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
¹Ο Ν. Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης από τον Δημήτρη Ψαθά.
Δ. Ψαθά «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ