Η σφαγή στη Δράμα και το Δοξάτο το 1941.Όταν το έγκλημα δεν τιμωρείται,επαναλαμβάνεται.
Η σφαγή στη Δράμα και το Δοξάτο το 1941.Όταν το έγκλημα δεν τιμωρείται,επαναλαμβάνεται.
Συνηθίζεται να λέγεται ότι ένα έγκλημα που δεν έχει τιμωρηθεί επαναλαμβάνεται, όπως αναφέρεται επίσης ότι ο δολοφόνος γυρνά στον τόπο του εγκλήματος.
Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται στην περίπτωση των Βουλγαρικών σφαγών στη Δράμα και στο Δοξάτο.
Η πρώτη σφαγή στο Δοξάτο, με θύματα πάνω από 650 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έγινε την 30η Ιουνίου 1913, όταν στρατιώτες, αφού άρπαξαν ότι πολύτιμο βρήκαν, κατέκαψαν την κοινότητα και έσφαξαν τους κατοίκους της.
Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται στην περίπτωση των Βουλγαρικών σφαγών στη Δράμα και στο Δοξάτο.
Η πρώτη σφαγή στο Δοξάτο, με θύματα πάνω από 650 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έγινε την 30η Ιουνίου 1913, όταν στρατιώτες, αφού άρπαξαν ότι πολύτιμο βρήκαν, κατέκαψαν την κοινότητα και έσφαξαν τους κατοίκους της.
Την περίοδο 1916-1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, καταλαμβάνουν για δεύτερη φορά την ανατολική Μακεδονία. Όσοι άντρες διασώθηκαν από τη σφαγή του 1913 οδηγούνται το καλοκαίρι του 1917 ως όμηροι στη Βουλγαρία. Σύμφωνα με την Έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής εβδομήντα τέσσερις (74) από αυτούς πεθαίνουν εκεί με φρικτά βασανιστήρια, ενώ 200 περίπου γυναικόπαιδα αφανίζονται από πείνα και αρρώστιες στο Δοξάτο.
Η τρίτη σφαγή έγινε την 29η Σεπτεμβρίου του 1941, όταν το Δοξάτο βρισκόταν, όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στην κατοχή των Βουλγάρων, συμμάχων των Γερμανών Ναζί. Με μια πράξη τυφλής βίας εκτελέστηκαν για αντίποινα τουλάχιστον διακόσιοι (200) άνθρωποι.
Συνολικά σε πενήντα οικισμούς του νομού Δράμας, σε τριάντα έξι οικισμούς του νομού Σερρών και σε δεκαπέντε οικισμούς του νομού Καβάλας εκτελέστηκαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα (2.140) Έλληνες.
Από αυτούς οι χίλιοι εξακόσιοι δέκα τέσσερις (1.614) ήταν από το νομό Δράμας- στην πόλη τουλάχιστον πεντακόσιοι εξήντα δύο (562) άνθρωποι- οι τετρακόσιοι δεκαέξι (416) από το νομό Σερρών και οι εκατόν δέκα (110) από το νομό Καβάλας.
Η τρίτη σφαγή έγινε την 29η Σεπτεμβρίου του 1941, όταν το Δοξάτο βρισκόταν, όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στην κατοχή των Βουλγάρων, συμμάχων των Γερμανών Ναζί. Με μια πράξη τυφλής βίας εκτελέστηκαν για αντίποινα τουλάχιστον διακόσιοι (200) άνθρωποι.
Συνολικά σε πενήντα οικισμούς του νομού Δράμας, σε τριάντα έξι οικισμούς του νομού Σερρών και σε δεκαπέντε οικισμούς του νομού Καβάλας εκτελέστηκαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα (2.140) Έλληνες.
Από αυτούς οι χίλιοι εξακόσιοι δέκα τέσσερις (1.614) ήταν από το νομό Δράμας- στην πόλη τουλάχιστον πεντακόσιοι εξήντα δύο (562) άνθρωποι- οι τετρακόσιοι δεκαέξι (416) από το νομό Σερρών και οι εκατόν δέκα (110) από το νομό Καβάλας.
Εξαιτίας των βουλγαρικών αυτών ωμοτήτων, περίπου 200.000 κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν πρόσφυγες σε μη βουλγαροκρατούμενες περιοχές της χώρας.
Η λήξη του πολέμου και η αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών με το πέρασμα της Βουλγαρίας από τη Ναζιστική επιρροή στη Σοβιετική, θα καλύψει τα παραπάνω εγκλήματα. Το ίδιο που συνέβη και στην περίπτωση των δοσίλογων συνεργατών των Ναζί, αμέσως μετά τη λήξη της φασιστικής κατοχής.
Θα ήταν αυτονόητο και εύλογο να υπάρξει η ανάλογη απαίτηση, κατ΄ αντιστοιχία για την περίπτωση της Γερμανίας, και έναντι της Βουλγαρίας για επανόρθωση και ηθική αποκατάσταση. Παράλληλα να εισαχθεί η γνώση για τα παραπάνω εγκλήματα, που μαζί με τα Ναζιστικά ολοκαυτώματα, εμφανίζονται υποκριτικά μόνο στις επετείους ή μόνο για ψευτοπολιτικές επιδιώξεις.
Τέλος, θα ήταν βεβαίως επιτακτικό να αναδειχθούν τα εγκλήματα αυτά, ως αποτροπή για νέα στο μέλλον. Η μνήμη των δολοφονημένων και το αίτημα των ζώντων για δικαίωσή τους το απαιτεί!
Η λήξη του πολέμου και η αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών με το πέρασμα της Βουλγαρίας από τη Ναζιστική επιρροή στη Σοβιετική, θα καλύψει τα παραπάνω εγκλήματα. Το ίδιο που συνέβη και στην περίπτωση των δοσίλογων συνεργατών των Ναζί, αμέσως μετά τη λήξη της φασιστικής κατοχής.
Θα ήταν αυτονόητο και εύλογο να υπάρξει η ανάλογη απαίτηση, κατ΄ αντιστοιχία για την περίπτωση της Γερμανίας, και έναντι της Βουλγαρίας για επανόρθωση και ηθική αποκατάσταση. Παράλληλα να εισαχθεί η γνώση για τα παραπάνω εγκλήματα, που μαζί με τα Ναζιστικά ολοκαυτώματα, εμφανίζονται υποκριτικά μόνο στις επετείους ή μόνο για ψευτοπολιτικές επιδιώξεις.
Τέλος, θα ήταν βεβαίως επιτακτικό να αναδειχθούν τα εγκλήματα αυτά, ως αποτροπή για νέα στο μέλλον. Η μνήμη των δολοφονημένων και το αίτημα των ζώντων για δικαίωσή τους το απαιτεί!